Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε από ποια ηλικία και μετά το άτομο είναι ικανό σύμφωνα με το αστικό δίκαιο να συνάπτει νόμιμα σύμβαση εργασίας αλλά και γάμο με τη θέλησή του, δηλαδή είναι ικανό για δικαιοπραξία: πράξη που επιτρέπεται από το δίκαιο και επιφέρει έννομα αποτελέσματα.
Ο ανήλικος κάτω των δέκα ετών δεν είναι ικανός για δικαιοπραξία (ΑΚ 128, περ. 1). Ωστόσο, από τα δέκα μέχρι τα δεκαοκτώ έτη ακολουθείται μια διαβάθμιση στις νομικές δυνατότητές του. Για παράδειγμα ο ανήλικος από δέκα έως δεκατεσσάρων ετών είναι ικανός για δικαιοπραξία από την οποία αποκτά μόνο έννομο όφελος και δεν βαρύνεται από κάποια υποχρέωση (ΑΚ 134), π.χ. απόκτηση δώρων, χαρτζιλικιού. Επιπλέον, ο ανήλικος που έχει συμπληρώσει το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας του «μπορεί να διαθέτει ελεύθερα κάθε τι που κερδίζει από την προσωπική του εργασία ή που του δόθηκε για να το χρησιμοποιεί ή για να το διαθέτει ελεύθερα» (ΑΚ 135), ενώ μόλις συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος μπορεί εφόσον συναινούν οι κηδεμόνες του (ή το δικαστήριο) να συνάπτει σύμβαση εργασίας ως εργαζόμενος (ΑΚ 136).
Ακόμη, ένας ανήλικος δεν μπορεί να συνάψει γάμο, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις που επιτρέπει το δικαστήριο (π.χ. εγκυμοσύνη, μακρόχρονος ερωτικός δεσμός ή κίνδυνος δημιουργίας κοινωνικού σκανδάλου). Η αίτηση στο δικαστήριο (της περιφέρειας που διαμένει συνήθως ο ανήλικος (ΚΠολΔ 797) υποβάλλεται από αυτόν που ασκεί την επιμέλεια ή από τον ίδιο τον ανήλικο, αν είναι 16 χρονών και πάνω, και παράλληλα κοινοποιείται και στον εισαγγελέα Πρωτοδικών της αρμόδιας περιφέρειας (ΚΠολΔ 748).